- δευτεροετής
- -έςαυτός που διανύει το δεύτερο έτος φοιτήσεως.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από τον 1852 στον Θ. Ορφανίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δευτεροετής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που διανύει το δεύτερο χρόνο σπουδών ή βρίσκεται για δεύτερο χρόνο σε έτος σπουδών: Ο Κώστας είναι δευτεροετής της ιατρικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… … Dictionary of Greek